ξεκλείδωμα

ξεκλείδωμα
το, -ατος
1. άνοιγμα με κλειδί.
2. μτφ., παράλυση των αρθρώσεων (κλειδώσεων), εξάρθρωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεκλείδωμα — το 1. άνοιγμα κλειδαριάς με κλειδί 2. εξάρθρωση …   Dictionary of Greek

  • ξεμαντάλωμα — το [ξεμανταλώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμανταλώνω, η αφαίρεση τού μαντάλου, ξεκλείδωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”